- μετανεφρίδιο
- τοβιολ. απεκκριτικό μεταμερικό όργανο τών τριβλαστικών κοιλωματικών ζώων, το οποίο επικοινωνεί με το κοίλωμα μέσω ενός νεφριδιοστομίου και εκβάλλει με τον νεφριδιοπόρο στο εξωτερικό περιβάλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.